Η εξόρμηση για τον Όλυμπο είχε προγραμματιστεί για τις 22 Ιουνίου. Οι συμμετοχές είχαν ξεπεράσει τις 30 και όλοι ανυπομονούσαν για την ανάβαση. Ποιός δε θέλει άλλωστε να ανέβει στο βουνό που κατοικούσαν οι Ολύμπιοι θεοί; Δυστυχώς όμως, ο Ιούνιος μπήκε φορώντας το κουστούμι του Σεπτέμβρη και οι συνεχόμενες βροχοπτώσεις ανάγκασαν όσους είχαν δηλώσει συμμετοχή να συναντηθούν στα γραφεία του συλλόγου για να αποφασίσουν αν θα πραγματοποιηθεί η εξόρμηση ή όχι. Παρά τις κάποιες αντιδράσεις, τελικά αποφασίστηκε να επιχειρηθεί η ανάβαση.
Η Παρασκευή ξημέρωσε και παρά τις προβλέψεις για κακοκαιρία 15 μαζεύτηκαν στα γραφεία του συλλόγου για να ξεκινήσουν το ταξίδι για το βουνό των θεών. Έτσι, ξεκινήσαμε από την Καλαμάτα νωρίς το μεσημέρι οπλισμένοι με ανυπομονησία και αποφασιστικότητα για την ανάβαση στον Όλυμπο. Το ταξίδι κράτησε 8 ώρες και ύστερα από μία σύντομη στάση στο όμορφο Λιτόχωρο, φτάσαμε στη θέση Πριόνια, όπου και κατασκηνώσαμε για να περάσουμε τη νύκτα.
Το επόμενο πρωί το εγερτήριο πραγματοποιήθηκε στις 5. Όλα τα μέλη της ομάδας, αφού μάζεψαν τις σκηνές τους και είχαν ένα πρωινό για να πάρουν δυνάμεις, ετοιμάστηκαν για την πολύωρη πεζοπορία που θα ακολουθούσε. Η ανάβαση ξεκίνησε λίγα λεπτά πριν τις 6, με μία πεζοπορία μέσα από το πανέμορφο και πυκνό δάσος του Ολύμπου, με τις βουνοκορφές στο βάθος να προκαλούν δέος αλλά και θέληση για περπατήσεις προς τα πάνω. Ύστερα από 2 ώρες περπάτημα μέσα στο δάσος, ήρθε η ώρα για την πρώτη μας στάση στο καταφύγιο του Ζολώτα. Εκεί συναντήσαμε και άλλους ορειβάτες, οι οποίοι κάνανε στάση για έναν καφέ η για λίγο φαγητό απολαμβάνοντας την πανέμορφη θέα.
Εκείνη τη μέρα λάμβανε χώρα και ο αγώνας δρόμου του Ολύμπου. Όσο κάναμε την στάση μας στο καταφύγιο, οι συμμετέχοντες του αγώνα άρχισαν να καταφθάνουν στο καταφύγιο για να πάρουν νερό και σνακ για να γεμίσουν ενέργεια και να συνεχίσουν την πορεία τους για τον τερματισμό, έχοντας τονωθεί το ηθικό τους από το χειροκρότημα των ανθρώπων που βρισκόταν στο καταφύγιο.
Αφού ανακτήσαμε τις δυνάμεις μας, ξεκινήσαμε τη διαδρομή για το καταφύγιο του Αποστολίδη οπού θα ήταν και η βάση μας. Στο μονοπάτι που περπατούσαμε συναντούσαμε πολλούς δρομείς και ανταλλάσαμε ευχές για καλή ανάβαση και καλό τερματισμό αντιστοίχως. Επειδή ανησυχούσαμε για τυχών παρεμπόδιση των δρομέων από την παρουσία μας στο μονοπάτι, αλλάξαμε διαδρομή ακολουθώντας το μονοπάτι με την ονομασία Κοφτό. Δε χρειάζονται παρά λίγα λεπτά σε αυτό το μονοπάτι, για να καταλάβει κάποιος τους λόγους για τους οποίους του δόθηκε αυτό το όνομα . Η μεγάλη κλίση έδινε έναν παραπάνω βαθμό δυσκολίας όμως το άγριο τοπίο της Αλπικής ζώνης αλλά και η προσμονή να δούμε το Μύτικα μας έδινε κίνητρο να συνεχίσουμε. Πράγματι, μετά από περίπου 2 ώρες πορεία, αντικρίσαμε το σπίτι των θεών. Η απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου μας έκανε να ξεχάσουμε την όποια κούραση είχαμε και μας έδωσε επιπλέον κίνητρο για να φτάσουμε στην κορυφή. Λίγα λεπτά αργότερα φτάσαμε στο καταφύγιο οπού είχαμε το μεσημεριανό μας και μία ώρα ύπνου για να γεμίσουμε της μπαταρίες μας.
Αφού ξύπνησε και το τελευταίο μέλος της ομάδας, ήρθε η ώρα της μεγάλης απόφασης: Θα επιχειρούσαμε την ανάβαση στην κορυφή ή όχι; Ο καιρός ήταν κλειστός και σύννεφα είχαν περικυκλώσει το Μύτικα. Ήμασταν όμως όλοι αποφασισμένοι και αφού προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα κράνη, ξεκινήσαμε. Σύντομα φτάσαμε στη βάση του Λουκιού, από όπου και θα άρχιζε η ανάβαση. Η απότομη κλίση αλλά και η ιδέα ότι ουσιαστικά θα έπρεπε να κάνουμε αναρρίχηση προκάλεσε ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πρωτάρηδες της αποστολής, όμως το γεγονός ότι βρισκόμασταν αρκετά κοντά στην κορυφή καθώς και η παρουσία πιο έμπειρων μελών του συλλόγου έδιωξε τις όποιες αμφιβολίες. Η ανάβαση ξεκίνησε, και με αργά και προσεκτικά βήματα σε 40 λεπτά βρισκόμασταν κορυφή.
Φτάνοντας στην κορυφή ένα αίσθημα ολοκλήρωσης αλλά και ανακούφισης που όλα πήγαν καλά, επικρατούσε. Η πυκνή ομίχλη μας έκρυβε τη φανταστική θέα αλλά δεν μας ένοιαζε. Ύστερα από τις απαραίτητες φωτογραφίες και τα τηλέφωνα στους οικείους, ότι όλα πήγαν καλά, και αφού υπογράψαμε το βιβλίο με τα ονόματα όσων τα έχουν καταφέρει μέχρι την κορυφή, ξεκινήσαμε για την κατάβαση από την Κακόσκαλα. Hδιαδρομή από την Κακόσκαλα ήταν λίγο πιο βατή αλλά εξίσου όμορφη με το Λούκι.
H ομίχλη έδινε μια απόκοσμη αίσθηση βγαλμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Στέφεν Κίνγκ αλλά και έκανε και την διαδρομή πιο ενδιαφέρουσα. Μετά από μία ώρα επιστρέψαμε στο καταφύγιο. Εκεί, μας περίμεναν ζεστά ροφήματα άλλα και το βραδινό μας. Δεν χρειάστηκε παρά λίγη ώρα για να γίνουμε μία παρέα με όλους τους ορειβάτες που διανυκτέρευαν στο καταφύγιο και να ξεκινήσουμε τα τραγούδια και το χορό. Έτσι ολοκληρώθηκε μια γεμάτη μέρα.
Το επόμενο πρωί αφού φάγαμε το πρωινό μας, αποχαιρετήσαμε το Μύτικα και αρχίσαμε την κατάβαση. Στη διαδρομή κυριαρχούσε η συζήτηση για το λούκι του Μύτικα καθώς είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση σε όλους μας και ειδικά στους πρωτάρηδες του Ολύμπου. Μετά από λίγες ώρες και αφού κάναμε και μια στάση στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας, φτάσαμε στα Πριόνια. Να σημειωθεί ότι τόσο στη διάρκεια της ανάβασης άλλα και της κατάβασης είχαμε την συντροφιά μιας σκυλίτσας η οποία ήθελε να έχει το ρόλο του οδηγού μας.
Αφού μαζευτήκαμε και φορτώσαμε τον εξοπλισμό μας στο βανάκι, ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής. Πρώτη στάση το Λιτόχωρο για μεσημεριανό. Κάνοντας τη βόλτα μας στην κεντρική πλατεία πετύχαμε και την τελετή απονομής μεταλλείων για τον αγώνα Ολύμπου την οποία και παρακολουθήσαμε. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και πραγματοποιήσαμε τη δεύτερή μας στάση στις θερμές πηγές των Θερμοπυλών. Το ζεστό νερό πρόσφερε ανακούφιση στα καταπονημένα μας πόδια, ενώ ο καταρράκτης που βρισκόταν εκεί ομόρφαινε το τοπίο και πρόσφερε ένα ζεστό φυσικό μασάζ σε όποιον καθόταν από κάτω.
Το ταξίδι μας ολοκληρώθηκε κατά τις 11 το βράδυ, όταν και φτάσαμε στα γραφεία του συλλόγου. Εκεί αφού πήρε ο καθένας τα πράγματα του, πριν χωριστούμε, δώσαμε μια καληνύχτα αλλά και την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε σε μία εξόρμηση του συλλόγου καθώς και την πλέον διαδεδομένη ευχή των ορειβατών: «Και ψηλότερα !!!»
Μάριος Μασουρίδης