Γιατί να πεζοπορήσει κανείς τον Όλυμπο;

 

Εμένα δεν χρειάστηκε κανείς να με πείσει με επιχειρήματα ή να με δελεάσει με «τρόπαια» για να το κάνω, αλλά είμαι σίγουρη πως για πολλούς το ότι είναι το ψηλότερο σημείο της Ελλάδας δεν είναι αρκετό, και άρα θα αναλάβω το δύσκολο έργο να τους παρακινήσω!

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια πόλη δίπλα στη θάλασσα αλλά είναι πλέον ξεκάθαρο σε εμένα πως το βουνό μου δίνει ζωή. Και η πιο εύκολη αφορμή για να επισκεφτείς το βουνό είναι για να πεζοπορήσεις σε αυτό. Το να περπατάς είναι ο πιο απλός τρόπος για να ταξιδεύεις, είναι ίσως και ο πιο αργός επίσης βοηθώντας σε να δεις την διαδρομή με μια πιο βαθιά ματιά.

Η δική μας διαδρομή λοιπόν ξεκίνησε από το Λιτόχωρο και συγκεκριμένα την περιοχή Πριόνια με υψόμετρο τα 1.100μ. Πρώτος στόχος ήταν να φτάσουμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας στα 1.950μ. Η πορεία ως εκεί ήταν συνεχώς ανηφορική αλλά το σκηνικό σε αντάμειβε καθώς περπατούσες μέσα σε ένα πυκνό πευκόδασος που πότε πότε σε άφηνε να ρίχνεις κρυφές ματιές στον κατακόκκινο ήλιο που μόλις ανέτειλε. Συνήθως στην αρχή μιας απαιτητικής πεζοπορίας το σώμα σου τείνει να αρνείται να συνεργαστεί σε αυτό που χωρίς να του ζητήσεις την άδεια το υπόβαλες να κάνει. Έτσι λοιπόν αρχίζεις να νιώθεις μια πλασματική κούραση και δυσφορία που σε κάνει να αναρωτιέσαι, μα πως θα φτάσω στην κορυφή; Αυτό συνέβη και σε εμένα στην πρώτη μισή ώρα της ανάβασης. Μετά, ο ενθουσιασμός μου, πήρε τα ηνία και άρχισα πια να απολαμβάνω την ελευθερία του να είσαι στη φύση εκμεταλλευόμενη όλα τα θεραπευτικά οφέλη της. Το ειρηνικό περιβάλλον, ο φρέσκος αέρας και η σωματική υπέρβαση που βιώνεις εκείνη την στιγμή επιφέρουν μια χαλαρωτική επίδραση στο μυαλό σου, που όμοια της δεν μπορείς να βρεις στην ζωή της πόλης. Επίσης, αν και εκείνη την στιγμή είσαι μέρος μιας ομάδας, η ανάβαση είναι τόσο απαιτητική που προτιμάς να μην σπαταλήσεις τις ανάσες σου μιλώντας με κάποιον συνορειβάτη σου, με αποτέλεσμα να έχεις το προνόμιο να χαθείς ανενόχλητος στις δικές σου σκέψεις, ξανά κάτι που δύσκολα βιώνεις στην ζωή στην πόλη. 

Η πεζοπορία μας λοιπόν διακοπτόταν από 5-10 λεπτά απαραίτητα διαλείμματα. Απαραίτητα για πολλούς λόγους. Η φύση σε θεραπεύει με την λιτότητα της γι’ αυτό και οι σωστοί ορειβάτες κουβαλούν μαζί τους μόνο τα απαραίτητα. Ακόμα και αυτά όμως μετά από μια πολύωρη πεζοπορία μοιάζουν σαν να ζυγίζουν έναν τόνο στην πλάτη σου, και αυτές οι μικρές στιγμές στις οποίες αποχωρίζεσαι το σακίδιο σου κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων δρουν σαν βάλσαμο. Αν διαθέτεις ωστόσο περίσσιο ενθουσιασμό, νιώθεις πως κάθε αντικείμενο που κουβαλάς μαζί σου είναι συνοδοιπόρος σε αυτό το ταξίδι και εξυπηρετεί έναν σκοπό που δεν σε αφήνει να το δεις και να το νιώσεις σαν βάρος. Πολύ πιθανόν, εάν δεν διαθέτεις ενθουσιασμό, η ορειβασία να μην είναι μια ενασχόληση για εσένα. Ο δεύτερος λόγος που θεωρώ απαραίτητα τα διαλείμματα είναι γιατί πλέον μπορείς να αλληλεπιδράσεις χωρίς ενοχές με την ομάδα. Πάντα στο βουνό γνωρίζεις ανθρώπους που είστε στο ίδιο μήκος κύματος και μοιράζεστε το ίδιο πάθος για την φύση. Για εμένα, οι ορειβάτες είναι η καλύτερη κοινότητα στην οποία έχω ενταχθεί και αποκαθιστούν την ελπίδα μου για το ανθρώπινο είδος στις μέρες μας. Ζώντας στην εποχή της υπερβολής, που όλοι έχουμε κορεστεί από τα καταναλωτικά αγαθά και πνιγόμαστε στις ανικανοποίητες ανάγκες μας ενώ τα έχουμε όλα, καταλήγουμε να χάνουμε την ουσία. Στο βουνό μαθαίνεις να βρίσκεις χαρά σε μια γουλιά νερό, σε μια χούφτα αμύγδαλα και στην μια λεία πέτρα που θα βρεις ανάμεσα στις κοφτερές, για να καθίσεις και να ξεκουράσεις τα πόδια σου. Το να μοιράζεσαι αυτές τις μικρές στιγμές χαράς με ανθρώπους που σκέφτονται σαν εσένα είναι σπάνιο και πολύτιμο. Ο τρίτος λόγος είναι γιατί πλέον μπορείς να σταθείς ακίνητος και να αφήσεις τις αισθήσεις σου να περιπλανηθούν στον χώρο απορροφώντας το τοπίο, τους ήχους και τις μυρωδιές του βουνού.

Λίγες ώρες αργότερα έχουμε ήδη φτάσει στο καταφύγιο της Πετροστρουγκας. Εκεί, ένα λίγο μεγαλύτερο διάλειμμα, μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω ένα ζεστό τσάι του βουνού με μέλι, με την ομίχλη να μην με αφήνει ενοχλητικά να απολαύσω την θέα από το καταφύγιο.  Από εκεί λοιπόν ο επόμενος στόχος ήταν το Οροπέδιο των Μουσών και το καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» στα 2.697μ. Μια διαδρομή, ξανά αρκετά ανηφορική που όμως μας χάριζε και κάποια επίπεδα κομμάτια για να βρίσκουμε την ανάσα μας. Αυτό ήταν και το κομμάτι της διαδρομής που συναντήσαμε αρκετούς ορειβάτες, που είτε ανέβαιναν προς το Οροπέδιο των Μουσών, είτε είχαν ολοκληρώσει την διαδρομή τους και επέστρεφαν. Αυτοί οι ορειβάτες, οι «άλλοι», όχι αυτοί που ανήκουν στην δική σου ομάδα, παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρολό στην δική σου ανάβαση. Υπάρχει λοιπόν μια άμεση και στιγμιαία σύνδεση καθώς ανταλλάσσετε έναν χαιρετισμό ή ένα βλέμμα που σε κάνει να νιώθεις μια αμίλητη συγγένεια μαζί τους. Χωρίς καν να χρειαστεί να πείτε λέξη, ξέρεις ότι μοιράζεστε την ίδια «διαταραχή» στο να βρίσκετε χαρά σε αυτήν την γλυκιά ταλαιπωρία που βιώνετε εκείνη την στιγμή. Και αυτό αδιαμφισβήτητα σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις.

Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» όπου το δεύτερο μεγάλο μας διάλειμμα ήρθε με ένα δεύτερο ζεστό τσάι του βουνού με μέλι για εμένα. Καθώς λοιπόν η ομάδα ξεκουραζόταν πριν το τελευταίο και πιο απαιτητικό κομμάτι για να φτάσουμε στον προορισμό μας που δεν ήταν άλλος από την κορυφή του Μύτικα βρήκα λίγο χρόνο να περιπλανηθώ με τα ματιά στις γύρω κορυφές που με δυσκολία ξεπρόβαλλαν μέσα από τα σύννεφα, η ομίχλη δεν είχε υποχωρήσει ακόμα. Πιο επιβλητική όλων ήταν το Στεφάνι ή αλλιώς «Θρόνος του Δία». Κοιτάζοντας το να στέκει τόσο απόκρημνο και απρόσιτο για λίγο ένοιωσα πως ήμουν ανεπιθύμητη εκεί. Σαν η φύση να θέλει να σου βάλει όρια και να σου υπενθυμίσει πως δεν σου επιτρέπεται η πρόσβαση παντού. Λίγες στιγμές αργότερα βρήκα το κουράγιο να αποβάλλω την σωματική κούραση που βίωνα και ο ενθουσιασμός για να φτάσω στην κορυφή γέμισε ξανά τις μπαταρίες μου και έδιωξε την φοβία που είχα για κάτι που δεν είχα ξανακάνει ποτέ. Μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά αλλοπρόσαλλων σκέψεων πίεσα τον εαυτό μου να μην τα παρατήσει γιατί είχαν μείνει μόνο 200 υψομετρικά μέτρα. Ήταν μια διαδικασία από την οποία βγήκα πιο ανθεκτική, όχι μόνο για την πεζοπορία στον Όλυμπο αλλά για τον μαραθώνιο που όλοι πεζοπορούμε και λέγεται ζωή. Οι στιγμές που πρέπει να πάρω μια απόφαση και αλλοπρόσαλλες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου συμβαίνουν πολύ συχνά, πολλές φορές η ζυγαριά δεν τείνει προς το μέρος μου και τα παρατάω, αυτό συμβαίνει γιατί αναγνωρίζω και σέβομαι πως τα γεγονότα ξεπερνούν τα όρια μου. «Υγιής» ορειβάτης είναι αυτός που αναγνωρίζει πως δεν είναι άτρωτος, θέτει σαφή όρια και σταματάει εκεί που η ορειβασία παύει πια να είναι ευχαρίστηση γι’ αυτόν.

Έτσι λοιπόν ξεκινάμε για την κορυφή του Μύτικα και λίγα λεπτά αργότερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το κατακόρυφο «Λούκι» το οποίο πρέπει να σκαρφαλώσουμε για να φτάσουμε στην κορυφή. Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, το όνομα του δίνει σαφή εικόνα για την δυσκολία της ανάβασης του. Το Λούκι λοιπόν απαιτεί από εσένα να είσαι στωικός. Καθώς ανεβαίνεις και αφήνεις πίσω σου -στην κυριολεξία- έναν αχανές γκρεμό, πρέπει να παραμείνεις ήρεμος υπό την πίεση που το αφιλόξενο εξωτερικό περιβάλλον σου δημιουργεί, και να αποφύγεις οποιαδήποτε συναισθηματική ακρότητα. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω το βλέμμα μου μόνο μπροστά, ρίχνοντας κλέφτικες ματιές στον γκρεμό που αφήναμε πίσω μας, μόνο σε στιγμές που βρισκόμουν σε ασφαλή θέση. Παρατηρώντας λοιπόν τα μυτίκια καθώς ανεβαίναμε και δημιουργώντας διάφορα σενάρια στο μυαλό μου για το πως αυτά τα βράχια δημιουργήθηκαν και πως μπορεί κάποτε να βρίσκονταν στον βυθό ενός ωκεανού, αλλά τώρα στέκουν στο ψηλότερο σημείο της χωράς μας, το σκηνικό αποσπούσε την προσοχή μου από την υπερπροσπάθεια που έπρεπε να καταβάλω και χωρίς καν να το καταλάβω είχαμε ήδη φτάσει στην κορυφή.

Φτάνοντας στην κορυφή (2.918μ.), συνειδητοποιείς κάτι για τον εαυτό σου που δεν σου δίνεται συχνά η ευκαιρία να το νιώσεις στην ευκολία που όλοι έχουμε χτίσει την καθημερινή μας ζωή. Είσαι πιο δυνατός από ότι νομίζεις. Στέκομαι στο υψηλότερο σημείο της Ελλάδας και νιώθω πως έχω μέσα μου κάτι από τον Όλυμπο και ελπίζω πως και ο Όλυμπος έχει πια κάτι από εμένα. Παραμένουμε στην κορυφή για περίπου μια ώρα και σαν θαύμα όλα είναι ιδανικά. Δεν έχει αέρα, ο ουρανός είναι καθαρός και εμείς δεν χορταίνουμε την θέα, με τα απόκρημνα βράχια να μας θυμίζουν πως δεν πρέπει να αφήσουμε την χαρά που μας προξένησε το αίσθημα της επίτευξης του στόχου μας να μας κάνει να θεωρήσουμε πως η κατάβαση θα ήταν εύκολη. Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε την εξίσου απαιτητική κατάβαση έχοντας όμως στην πλάτη μας το παράσημο του Μύτικα. Λίγη ώρα μετά, επιβραβεύσαμε τον εαυτό μας με μια μακαρονάδα στο καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» και με τους φακούς στα κεφάλια, ξεκινήσαμε την νυχτερινή μας κατάβαση προς το Λιτόχωρο. Η ομίχλη πια είχε υποχωρήσει και έτσι στην επιστροφή είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την θέα και το ηλιοβασίλεμα. Σύντομα είχε νυχτώσει και εμείς ήμασταν η μόνη παράφωνη νότα στην απόλυτη ησυχία του δάσους. Η επιστροφή δεν είχε εξωτερικό ενδιαφέρον καθώς έβλεπες μόνο μέχρι εκεί που φώτιζε ο φακός σου, σε μια διαδρομή που ήδη είχες περπατήσει λίγες ώρες νωρίτερα. Οπότε είχες την ευκαιρία να σκεφτείς και να «χωνέψεις» αυτό που μόλις έζησες. Ξεκινήσαμε από το Λιτόχωρο στις 6 το πρωί, το Σάββατο 4 Σεπτέμβριου, φτάσαμε στην κορυφή Μύτικας στις 3 το μεσημέρι και επιστρέψαμε στο Λιτόχωρο στις 2 το πρωί, Κυριακή πλέον 5 Σεπτέμβριου.

Ολοκληρώνοντας λοιπόν αυτήν την πεζοπορία στον Όλυμπο, βρίσκεσαι αδιαμφισβήτητα σε καλύτερη φυσική κατάσταση από ότι όταν ξεκινήσεις και το βουνό σε έχει επιβεβαιώσει σε οποιαδήποτε αμφιβολία μπορεί να είχες για την υγεία σου. Κατανοώ πως το να πεζοπορείς για τόσες ώρες δεν είναι το ιδανικό διάλειμμα για πολλούς, εγώ ωστόσο δεν θα μπορούσα να το συστήσω περισσότερο. Ζώντας σε μια ψηφιακή εποχή που η ζωή περνάει από μπροστά μας ενώ καθόμαστε σε μια καρέκλα γραφείου τις περισσότερες ώρες της ημέρας, το να πεζοπορείς στην φύση είναι το καλύτερο αντίδοτο. Ο Όλυμπος δεν ήταν μια εύκολη πίστα και θυμάμαι τον εαυτό μου στην κορυφή να μου λέει πως αυτό ήταν, το έκανες, το είδες και δεν θα ξαναέρθεις, τώρα 1,5 μήνα μετά ανυπομονώ για την στιγμή που θα ξαναπάω. Δεν είναι τυχαίο που λένε πως οι καλύτεροι ορειβάτες είναι αυτοί με την χειρότερη μνήμη.

Σε όλο αυτό δεν ήμουν μόνη, είχα την τύχη να βρεθώ και να μοιραστώ αυτήν την εμπειρία με 16 ακόμα συνορειβάτες από τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας. Τους ευχαριστώ όλους και έναν έναν  ξεχωριστά που συνέβαλαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο στο να γίνει αυτή η διάδρασή μας μια ευχάριστη ανάμνηση για εμένα. Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε καλύτερους αρχηγούς της αποστολής από τον Γιώργο και τον Ηλία, και τους ευχαριστώ από καρδιάς για την καθοδήγηση και υποστήριξη που μας προσέφεραν. Εύχομαι ασφαλείς αναβάσεις στον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας και να μην σταματήσει ποτέ να ανεβάζει τους ανθρώπους ψηλά (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Θα τα πούμε στην επόμενη κορυφή!

 

Θεοδώρα Γιαννακέα

Μέλος του Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας

 

2021-10-16 12:44:47

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *